φωνημάτων

φωνημάτων
φώνημα
sound made
neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

  • φωνολογία — η, Ν 1. γλωσσ. κλάδος τής γλωσσικής επιστήμης που μελετά και ταξινομεί τους απλούς φθόγγους μιας γλώσσας από την άποψη τής λειτουργίας τους, δηλαδή τούς εξετάζει ως φωνήματα 2. φρ. α) «λειτουργική φωνολογία» γλωσσ. μέρος τής φωνολογίας που… …   Dictionary of Greek

  • διάρκεια — η (AM διάρκεια) διάστημα χρόνου συνεχές και αδιάκοπο νεοελλ. 1. αντοχή, στερεότητα 2. γραμμ. α) παράταση ή συχνή επανάληψη ρηματικής ενέργειας β) ο χρόνος που απαιτείται για την εκφώνηση φωνήματος ή ομάδας φωνημάτων (για φωνήεντα ή συλλαβές… …   Dictionary of Greek

  • επένθεση — η (AM ἐπένθεσις) [επεντίθημι] 1. παρεμβολή ανάμεσα 2. η ανάπτυξη μέσα σε λέξη ή ομάδα φωνημάτων ενός φωνήματος (που δεν έχει ετυμολογική προέλευση) νεοελλ. η μετατόπιση τού j πριν από τον έρρινο, υγρό ή συριστικό φθόγγο που προηγείται και ο… …   Dictionary of Greek

  • παραφασία — η ιατρ. διαταραχή τής εκφράσεως τού προφορικού λόγου η οποία συνίσταται σε μετατροπές φωνημάτων ή λέξεων και εκδηλώνεται είτε σε μορφολογικό είτε σε σημασιολογικό επίπεδο ώς το σημείο να γίνεται ο λόγος ακατανόητος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • σειρά — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. σειρή, και δωρ. τ. σηρά, Α νεοελλ. 1. αλληλουχία πραγμάτων, συμβάντων, καταστάσεων ή όρων κατά ορισμένη τάξη (α. «σειρά αριθμών» β. «σειρά κατευθυνόμενων ενεργειών» γ. «αλφαβητική σειρά») 2. συνεχής παράταξη ομοειδών πραγμάτων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”